- ερεβόσδε
- ἐρεβόσδε (επικ. τ.) (Α)επίρρ. προς το σκοτάδι, στο σκοτάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + -δε (κατάληξη που δηλώνει προς τόπον κίνηση, πρβλ. οίκαδε)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἔρεβοσδε — Ἔρεβόσδε , Ἔρεβόσδε indeclform (adverb) Ἔρεβόσδε , Ἔρεβος Erebos indeclform geog̱name (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)